Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Θρησκευτική ελευθερία: ένα δικαίωμα στη «δίνη» της πανδημίας

Της Βασιλικής Οικονόμου,
«Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι»1. Ο μήνας που πέρασε ανέτρεψε με τον χειρότερο τρόπο ό,τι θεωρούσαμε δεδομένο, φέρνοντας τον κόσμο αντιμέτωπο με μια πρωτοφανή, «απίστευτη» υγειονομική κρίση. Μια τέτοια κρίση δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον τομέα των ατομικών ελευθεριών, με το περιεχόμενο κάποιων από αυτών, όπως η ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, να αλλάζει ποιοτικά μέσα από μέτρα έκτακτης ανάγκης.
Σε μια προσπάθεια διαχείρισης της πρωτοφανούς κατάστασης που δημιούργησε η πανδημία, στις 14 Μαρτίου εκδόθηκε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσής του». Αποφασίστηκαν -μεταξύ άλλων- έκτακτες προσλήψεις στα νοσοκομεία, αναστολή λειτουργίας καταστημάτων, έκτακτα μέτρα για την εξασφάλιση μέσων ατομικής προστασίας. Επρόκειτο για διατάξεις «διάδοχες» αυτών της πράξης νομοθετικού περιεχομένου από 25/02/2020, με την οποία, μεταξύ άλλων ανακοινώθηκε η αναστολή λειτουργίας των εκπαιδευτικών δομών, αλλά και των χώρων λατρείας. Στη βάση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου από 25/02 δημοσιεύθηκε στις 16/03 στο ΦΕΚ Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας (ΚΥΑ υπ’αριθμόν 2867/Υ1/2020). Στο μοναδικό άρθρο της ΚΥΑ αναλύονταν οι όροι αναστολής λειτουργίας των χώρων θρησκευτικής λατρείας, ενώ προσδιοριζόταν και η διάρκεια της αναστολής (από 16/03 ως 30/03). Ενόψει της αύξησης των κρουσμάτων κορωνοϊού που παρατηρήθηκε στη χώρα, η αναστολή παρατάθηκε μέσω νέας ΚΥΑ (υπ’ αριθμόν 21285/2020) των ίδιων υπουργών, έως τις 11/04. Στη βάση της από 16/03 ΚΥΑ η λειτουργία των ναών θα επιτρεπόταν με σκοπό αφενός τη ραδιοτηλεοπτική και διαδικτυακή μετάδοση της Θείας Λειτουργίας, με την παρουσία του απολύτως αναγκαίου προσωπικού, αφετέρου τη διευκόλυνση της ατομικής προσευχής των πιστών, υπό τους αυστηρούς όρους της απόφασης («βραχεία παραμονή στο χώρο λατρείας, με αναλογία ενός ατόμου ανά 10 τ.μ. επιφανείας και με ελάχιστη απόσταση τα δύο μέτρα μεταξύ τους»). Ενόψει της αύξησης των κρουσμάτων, με νέα ΚΥΑ (23093/2020, ΦΕΚ 1178/Β/6-4-2020), αφενός απαγορεύθηκε και η ατομική προσευχή, αφού ορίστηκε ότι οι λειτουργίες θα γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, με παρουσία αποκλειστικά του θρησκευτικού λειτουργού και του αναγκαίου βοηθητικού προσωπικού, αφετέρου η διάρκεια των μέτρων παρατάθηκε ως τις 20/04.Οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου
Στην τακτική συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) για τον μήνα Μάρτιο (09/03), αποφασίσθηκε η αναστολή λειτουργίας των κατηχητικών σχολών, καθώς και των εκκλησιαστικών ανοιχτών δομών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα οριζόμενα στην από 25/02 πράξη νομοθετικού περιεχομένου περί προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας των χώρων λατρείας, στο ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου έγινε λόγος για «απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας των Ιερών Ναών και της τέλεσης σε αυτούς των ιερών ακολουθιών». Οι σχετικές με την πανδημία εξελίξεις που δρομολόγησαν την έκδοση της από 16/03 πράξης νομοθετικού περιεχομένου οδήγησαν σε νέα έκτακτη διάσκεψη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Επανεξετάζοντας το από 09/03 ανακοινωθέν της, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε -μετά από παλινωδίες και πολώσεις- την προσωρινή αναβολή όλων των καθημερινών ακολουθιών και προγραμματισμένων μυστηρίων, ενώ ανακοίνωσε, σε μια προσπάθεια εναρμόνισης με τα οριζόμενα στην ΚΥΑ, ότι οι ναοί θα παραμείνουν ανοιχτοί αποκλειστικά για ατομική προσευχή. Προτρέποντας τους πιστούς που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες να προσευχηθούν από το σπίτι, το ανακοινωθέν άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, αν υπήρχε σχετική ανάγκη. Την 1η Απριλίου, μετά από έκτακτη τηλεδιάσκεψη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η τελευταία αποφάσισε τη λειτουργία των ναών κεκλεισμένων των θυρών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, ενώ αποστασιοποιήθηκε από μεμονωμένες αντιδράσεις θρησκευτικών λειτουργών που παρακίνησαν τους πιστούς να μην υπακούσουν στις οδηγίες περί μη συνωστισμού στους ναούς. Αναφερόμενη στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, σε όλα της τα ανακοινωθέντα η Ιερά Σύνοδος τόνισε πως η υπόνοια σχετικά με μετάδοση της ασθένειας μέσω της χρήσης του Κοινού Ποτηρίου αντιβαίνει στη δογματική αλήθεια της Εκκλησίας, καθώς δε συμβιβάζεται με τη χριστιανική πίστη. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας τον προαιρετικό χαρακτήρα της συμμετοχής στη Θεία Κοινωνία, η Ιερά Σύνοδος τόνισε πως σέβεται το διαδεδομένο φόβο για την εξάπλωση του ιού.
Με φόντο τις εξελίξεις αυτές, εκφράστηκαν αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα των έκτακτων μέτρων με το κατοχυρωμένο τόσο σε επίπεδο Συντάγματος (άρθρο 13§2) όσο και διεθνών Συνθηκών (άρθρο 9 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, άρθρο 18 Διεθνούς Συμφώνου για Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα) δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία.
Η ρίζα του προβληματισμού
Κορυφαίο λατρευτικό γεγονός της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας αποτελεί η Θεία Λειτουργία, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας συνιστά η Θεία Κοινωνία. Οι ρυθμίσεις της ΚΥΑ, ενώ κατέστησαν δυνατή την παρακολούθηση της Λειτουργίας με ραδιοτηλεοπτικά μέσα, απέκλεισαν τη δυνατότητα μαζικής προσέλευσης και προσευχής εντός των ναών. Ταυτόχρονα, δεν έδωσαν λύση στο θέμα της συμμετοχής στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, η οποία, άλλωστε, απαιτεί φυσική παρουσία στο χώρο του ναού. Το δικαίωμα στη λατρεία υπέστη μια σημαντική, πρωτόγνωρη «συρρίκνωση». Σ’ αυτήν ακριβώς, τη συρρίκνωση έγκειται ο περιορισμός που η ΚΥΑ έθεσε στο δικαίωμά των πιστών να ασκούν με τρόπο τελετουργικό τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, το δικαίωμα, δηλαδή, στη θρησκευτική λατρεία. Μένει να εξεταστεί αν αυτός ο περιορισμός εμπίπτει στα όρια που ο νόμος κάθε φορά θέτει.
Συνταγματικό πλαίσιο
Στο άρθρο 25§1 του Συντάγματος, όπου γίνεται λόγος για τις πηγές των περιορισμών που τίθενται στα  συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, διασαφηνίζεται ότι συνταγματικά ανεκτοί είναι μόνο οι περιορισμοί που προκύπτουν από:
  • Το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος.
  • Το κείμενο του κοινού νόμου, στην περίπτωση που στο συνταγματικό άρθρο που κατοχυρώνει το εκάστοτε δικαίωμα έχει τεθεί ρητή επιφύλαξη υπέρ του νόμου («όπως νόμος ορίζει…»). Στην 2η αυτή περίπτωση ο συντακτικός νομοθέτης δίνει εξουσιοδότηση στον κοινό νομοθέτη για καθορισμό του περιεχομένου του περιορισμού.
Και στις δύο περιπτώσεις ο περιορισμός που τίθεται στο εκάστοτε δικαίωμα πρέπει να πληροί την αρχή της αναλογικότητας.
Στην περίπτωση, ειδικά, του δικαιώματος στη θρησκευτική λατρεία, εφόσον δε δίνεται στον κοινό νομοθέτη εξουσιοδότηση για ρύθμιση των περιορισμών με τη μορφή της επιφύλαξης υπέρ του νόμου, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία2 συμφωνούν στο ότι θεμιτοί περιορισμοί της θρησκευτικής λατρείας είναι μόνο αυτοί που απορρέουν από συνταγματικές διατάξεις. Εν προκειμένω, όπως έγινε φανερό από τις νομικές βάσεις των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (αλλά και των ΚΥΑ που στηρίχθηκαν σε αυτές), οι συνταγματικές διατάξεις που αξιοποιήθηκαν ήταν τα άρθρα 5§5 (ατομικό δικαίωμα στην υγεία, ως συνιστώσα του δικαιώματος σε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) και 21§3 (υποχρέωση κράτους για λήψη ειδικών μέτρων προστασίας της υγείας των πολιτών) του Συντάγματος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μεταξύ του δικαιώματος στη θρησκευτική λατρεία και του δικαιώματος στην υγεία δεν υφίσταται ιεραρχική σχέση, ώστε κάποιο να υπερτερεί in abstracto έναντι του άλλου που οπωσδήποτε θα υποχωρήσει, η συνταγματική βάση του περιορισμού είναι δεδομένη.Μένει να εξεταστεί αν ο εν λόγω περιορισμός πληροί την αρχή της αναλογικότητας, αν δηλαδή η απαγόρευση της μαζικής προσέλευσης στους ναούς και συμμετοχής στη Θεία Λειτουργία συνιστά μέτρο πρόσφορο, αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό:
  • Σε πρώτη φάση πρέπει να κριθεί κατά πόσο ο επιβληθείς περιορισμός είναι κατάλληλος για την εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο τέθηκε, δηλαδή την αποφυγή εξάπλωσης του ιού. Με αντικειμενικό δεδομένο την ευκολία μετάδοσης του ιού μέσω διασπειρόμενων από βήχα ή φτάρνισμα σταγονιδίων, καθώς και την «επιβίωσή» του στις επιφάνειες, η αποφυγή του συγχρωτισμού σε έναν κλειστό χώρο, όπως ο ναός αναφαίνεται επιβεβλημένη. Άρα, η σχετική ρύθμιση αποδεικνύεται συμβατή με το σκοπό που κλήθηκε να εξυπηρετήσει.
  • Σε ένα δεύτερο στάδιο, πρέπει να κριθεί κατά πόσο υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο εξίσου αποτελεσματικό με αυτό που επιβάλλει το νομοθετικό κείμενο. Αυτό το στάδιο είναι και το ουσιωδέστερο, αφού ό,τι ξεπερνά το αναγκαίο, κινδυνεύει να γίνει αυθαίρετο. Είναι εύλογο το ότι οι πρωτόγνωρες συνθήκες, υπό τις οποίες ελήφθησαν τα μέτρα καθώς και η ανάγκη να ανταποκριθεί η πολιτεία αμέσως στα νέα δεδομένα δυσχεραίνουν την κρίση περί αναγκαιότητας. Ενδεικτικό στοιχείο αναφορικά με τη μη αυθαιρεσία στην επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων συνιστά το γεγονός ότι η διάρκεια ισχύος τους ήταν σε κάθε περίπτωση σαφώς ορισμένη. Ταυτόχρονα, η παράταση που προέβλεψαν οι τελευταίες ΚΥΑ ήταν επίσης οριοθετημένη, αλλά και σε συμφωνία με την παρατήρηση αύξησης των κρουσμάτων στη χώρα. Αναστολή του δικαιώματος μη χρονικά περιορισμένη δικαίως θα έθετε εν αμφιβολία τη συνταγματικότητα της ρύθμισης.
  • Στο τελευταίο στάδιο του «τεστ αναλογικότητας» γίνεται η στάθμιση κόστους-οφέλους. Πρόκειται για μια σύγκριση μεταξύ πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που παρουσιάζει η εφαρμογή του μέτρου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φάνηκε ότι ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης εξάπλωσης του ιού «έγειρε πιο πολύ στη ζυγαριά», κι ότι η προστασία της δημόσιας υγείας προκρίθηκε έναντι της εξασφάλισης της απρόσκοπτης θρησκευτικής λατρείας.
Από τη σκοπιά των διεθνών συνθηκών
Στο άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα κατοχυρώνεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης («Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας»). Η 2η παράγραφος του ίδιου άρθρου κατοχυρώνει την ελευθερία της λατρείας, εξωτερίκευσης, δηλαδή της θρησκευτικής πίστης μέσω πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας. Περιορισμός στο δικαίωμα της λατρείας μπορεί να τεθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου με νόμο, ο οποίος αποσκοπεί στην «προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης και υγείας ή της ηθικής ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
Στην ίδια κατεύθυνση, το άρθρο 9§2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου απαιτεί τα περιοριστικά του δικαιώματος στη θρησκευτική λατρεία μέτρα να προβλέπονται από το νόμο και να είναι απολύτως αναγκαία «εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισην της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισην των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
Και στα δύο διεθνή νομοθετικά κείμενα παρατηρεί κανείς ότι, σε αντίθεση με την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, που είναι απαραβίαστη, εφόσον εμπίπτει στο forum internum του κάθε ατόμου, αναγνωρίζεται πως το δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία δεν προστατεύεται απόλυτα και χωρίς περιορισμούς. Αυτοί πρέπει να προβλέπονται από νομοθετικό κείμενο. Για το τελευταίο, η νομολογία του ΕΔΔΑαπαιτεί να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, ενδεικτικές της «ποιότητας του νόμου» («quality of law»). Οι ρυθμίσεις του νόμου που θέτουν περιορισμούς σε ορισμένο δικαίωμα πρέπει να πληρούν τα εχέγγυα: της δημοσιότητας, της σαφούς διατύπωσης και της «προβλεψιμότητας» («foreseeability»), της δυνατότητας, δηλαδή, του φορέα του δικαιώματος να προβλέψει τις συνέπειες της εφαρμογής του μέτρου. Τα εχέγγυα αυτά, εν προκειμένω, φαίνεται να πληρούνται στο βαθμό που τα μέτρα των ΚΥΑ, ανταποκρινόμενα στην ανάγκη ρύθμισης μιας έκτακτης ανάγκης, υπήρξαν ανεπίδεκτα ερμηνειών πέρα από το «γράμμα του νόμου».  Το ζήτημα της «απόλυτης αναγκαιότητας» λήψης των μέτρων επαναφέρει την ανάλυση στο στάδιο της αρχής της αναλογικότητας σε επίπεδο εθνικού Συντάγματος.Στην πράξη, τα έκτακτα μέτρα των ΚΥΑ έγιναν κατά μείζονα λόγο σεβαστά. Ωστόσο, δεν έλειψαν πράξεις αμφισβήτησης της νομιμότητάς τους, αλλά και αντιδράσεις οργής και φανατισμού. Η θέσπιση μέτρων που περιορίζουν ατομικές ελευθερίες, όπως τη θρησκευτική λατρεία, αλλά και την ελευθερία της κίνησης και της συνάθροισης δημιουργεί πάντα έναν φόβο: μήπως οι έκτακτες ρυθμίσεις εδραιώσουν σταδιακά και «ύπουλα» ένα καθεστώς μειωμένων ελευθεριών, το οποίο δεν ταιριάζει σε κανένα δημοκρατικό καθεστώς. Ακριβώς ένα τέτοιο καθεστώς, όμως, οφείλει να προστατεύει τους πολίτες, μεριμνώντας για την υγεία και την ευημερία τους. Το ίδιο οφείλει, άλλωστε, να κάνει η Εκκλησία ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που λειτουργεί (και πρέπει να λειτουργεί) με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αλλά και ως πυρήνας συσπείρωσης των πιστών, που ευαγγελίζεται και εφαρμόζει έμπρακτα την «αγάπη προς τον πλησίον».

Albert Camus, Η Πανούκλα, 1947
2 ΣτΕ 2308/2000
Υπόθεση Weber and Saravia κατά Γερμανίας, ΕΔΔΑ, 2000

Πηγές
*Η Βασιλική Οικονόμου γεννήθηκε στο Βόλο τον Μάρτιο του 1999. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Βόλου το 2017. Σπουδάζει έκτοτε στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών και απλή γνώση γερμανικών. Συμμετέχει σε σεμινάρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της, ενώ έχει συμμετάσχει στο RhodesMRC 2019. Η αρθρογραφία είναι για εκείνη ένα μέσο να διευρύνει τις νομικές της γνώσεις.