Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Βασίλης Παλαιοκώστας: Δράσεις και Αποδράσεις

Βασίλης Παλαιοκώστας. Ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο βίος και η πολιτεία ενός σύγχρονου Ρομπέν των Δασών, όπως αποκαλείται, έγινε ιδιαίτερα γνωστός μέσω των προσωπικών του δράσεων και από-δράσεων. Γελιοποίησε με τον πιο απολαυστικό τρόπο το σύστημα και η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας. Ο most wanted της Europol έχει περάσει δεκαετίες αποφεύγοντας το νόμο. Δραπέτευσε από τη φυλακή δύο φορές με ελικόπτερο. Έχει δώσει εκατομμύρια στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του: “Πώς ο πιο καταζητούμενος άνθρωπος της Ελλάδας έγινε λαϊκός ήρωας.”


Γεννήθηκε το 1966 στο Μοσχόφυτο Τρικάλων, όπου και μεγάλωσε, μέχρι τα 13 του.

“Ο Βασίλης μπορεί να ήταν κλέφτης, αλλά ποτέ εγκληματίας”, λέει ο δάσκαλος του στο δημοτικό, πάτερ Π. “Σε αυτά τα μέρη, ληστές όπως ο Βασίλης – που έκλεψαν για να ταΐσουν τα αγαπημένα του πρόσωπα – δεν παραβλέπονται εύκολα.”

Όταν έπεφτε πολύ χιόνι, ο Νίκος μετέφερε τον Βασίλη στους ώμους του τρία μίλια, μέχρι το σχολείο.

Το 1979, η οικογένεια Παλαιοκώστα μετακόμισε στα Τρίκαλα. Ο Νίκος, 19 ετών τότε, έφυγε από το σπίτι για να μπαρκάρει στα καράβια. Ο Βασίλης πήγε να δουλέψει σε εργοστάσιο παραγωγής τυριού.
«Ένα απόγευμα, έφυγε από το τυροκομείο και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Βασίλης υπέστη καπιταλιστική εκμετάλλευση από το αφεντικό του, δουλεύοντας ως σκλάβος στο εργοστάσιο. Και έτσι στράφηκε εναντίον αυτών των αφεντικών»
Από το 1979 έως και το 1986, Βασίλης και Νίκος -ο οποίος γύρισε σχετικά γρήγορα πίσω από τα πλοία- θεωρήθηκαν ένοχοι για 27 κλοπές, κυρίως (μηχανημάτων) βίντεο.

Ο Βασίλης, νέος ηλεκτρολόγος τότε, εθίστηκε στις ταινίες δράσης. Συχνά έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα για να παρακολουθήσει τους αγώνες του «Ρόκι», τους μύες του Σβαρτσενέγκερ και την «Απόδραση από το Αλκατράζ» του Κλιντ Ίστγουντ.

Μια ζωή παραβατικότητας, θα έλεγαν οι ειδικοί. Στην αρχή μικροκλοπές. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας συνελήφθη τον Απρίλιο του 1990 όταν αποπειράθηκε να βγάλει τον αδερφό του, Νίκο, από τις διαβόητες φυλακές των Τρικάλων. Μαζί με τον Νίκο απέδρασε και ένας Σέρβος συγκρατούμενος του. Για να κρυφτούν, στράφηκαν προς τα άγρια βράχια των Μετεώρων.

“Σαν τι περισσότερο, σαν ποιο μεγαλύτερο έπαθλο και ποια ηθική επιβράβευση για την τόλμη τους να πράξουν τα αυτονόητα ως άνθρωποι θα προσδοκούσαν απ’ τη ζωή και την ελευθερία εκείνες τις ώρες οι δύο δραπέτες.”


Φυλακίστηκε στις φυλακές της Χαλκίδας από όπου δραπέτευσε τον Ιανουάριο του 1991 με ένα σκοινί από δεμένα σεντόνια που το χρησιμοποίησε για να σκαρφαλώσει τον τοίχο της φυλακής.
“Κοιτάζοντας αχόρταγα γύρω μου και πέρα μακριά στον φεγγαρόφωτο ορίζοντα, αντιλήφθηκα πως η ελευθερία για έναν δραπέτη δεν ήταν μια αφηρημένη έννοια πρόσφορη για φιλοσοφική αναζήτηση, αλλά μια χειροπιαστή απόδειξη πως τα όρια της πρέπει να τα θέτει μόνο εκείνος που την αναζητά επίμονα, έμπρακτα και με πάθος. Που θα ήμουν αυτή τη βραδιά αν δεν τολμούσα; Σε ένα θαλαμάκι που ζέχνει θάνατο. Θέλει τόλμη και αρετή η ελευθερία λοιπόν.”

Αλληλεγγύη προς τον καταδιωκόμενο

Θέλοντας να φτάσει στην Αθήνα, για να ξεφύγει από τα όρια της Χαλκίδας που τον καταδίωκε η αστυνομία, περπάτησε κατά μήκος των γραμμών του τρένου και έφτασε στον Αυλώνα. Εκεί μπήκε σε ένα αγροτόσπιτο και πήρε κάποια μετρητά που βρήκε. Αρκετά για να αγοράσει ένα εισιτήριο τρένου για την Αθήνα. 
Ήταν η πρώτη και ελπίζω η τελευταία φορά που εξ ανάγκης έμπαινα απρόσκλητος σε ξένο σπίτι. Άσχημο συναίσθημα για μένα, γιατί πάντα το σπίτι το θεωρούσα και συνεχίζω να το θεωρώ ιερό άβατο, ένα είδος προσωπικού ασύλου. Γι ‘αυτό έγραψα ένα μικρό γράμμα απευθυνόμενος στους ιδιοκτήτες πως τα χρήματα που τους στέρησα μου ήταν άκρως απαραίτητα κι αν μπορούσαν να με κατανοήσουν. Επουδενί δεν θα έκανα κάτι ανάλογο αν είχα μπει σε βίλα της Εκάλης. Άλλο το ταπεινό καταφύγιο κι άλλο το φρουρούμενο παλάτι!

Ο τετράποδος συνεργάτης

Μετά την ληστεία στην Εμπορική των Ιωαννίνων, ο Βασίλης Παλαιοκώστας με τον Κ., έπρεπε να διαφύγουν γρήγορα από το κέντρο της πόλης. Έχοντας βάλει τους σάκους με τα χρήματα στο αμάξι, ο “τετράποδος συνεργάτης” τους αρνούταν να επιβιβαστεί. 
Όσο κι αν προσπαθούσαμε να να τον μεταπείσουμε δεν έλεγε να μας ακολουθήσει. Μάλλον δεν ήταν σύμφωνος με την τελευταία μας ενέργεια ή είχε θυμώσει γιατί δεν τον πήραμε ως τσιλιαδόρο στη ληστεία.  Αυτόν τον κούταβο τον είχε βρει ο Κ. λίγο έξω από την πόλη των Σερρών. Τον άκουσε να κλαψουρίζει σε κάτι θάμνους. Τον πήρε αγκαλια και τον έφερε στο δικό μου αυτοκίνητο.
-Τον θελεις για παρέα;
-Ναι αμέ! Όλοι οι καλοί χωράνε, ρίχ’ τον πίσω…
(…) Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τον τετράποδο συνεργάτη μας, τον μοναδικό ελληνικό ποιμενικό που συμμετείχε έστω ως αλλαγή σε ένοπλη ληστεία τράπεζας, μα δεν θα λάμβανε ποτέ το μερτικό του να το ξοδέψει σε λιχουδιές. Είχα στεναχωρηθεί πολύ. 

“Έχω το Colpo Grosso, την τέλεια κομπίνα στο μυαλό”

Καλοκαίρι του ’92. Ο Βασίλης μαζί με τον αδελφό του και τον συνεργάτη τους Κ., ρίχνουν στο τραπέζι την ιδεά για την τράπεζα της Καλαμπάκας. Καθώς ο Νίκος κοιτούσε με τα κυάλια, ο Κ. σχεδίαζε την πλατεία της Καλαμπάκας, όπου βρισκόταν η τράπεζα και δίπλα το αστυνομικό τμήμα, σε ένα χαρτί. Ο Βασίλης φώναξε «ληστεία» και οι τρεις άνδρες εισέβαλαν στην τράπεζα ντυμένοι με στολές και γυαλιά. 
“Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν εκατόν είκοσι πέντε εκατομμύρια δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που απέσπασαν έως τότε ένοπλοι ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά δεν νιώιαμε απόλυτα ευχαριστημένοιμ στην τράπεζα μείναν άλλα τόσα χρήματα. Το ανικανοποίητο παράγει εθισμό και ο εθισμός δημιουργία.”
*Παραμένει η μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα και μία από τις μοναδικές που τα χρήματα μοιράστηκαν.

Ο Παλαιοκώστας που αγαπάει τις γυναίκες

Απαγορευτικό για μένα ήταν η απαγωγή αγοριού κάτω των 22 περίπου και γυναίκας οποιασδήποτε ηλικία. (…) Εύλογα κάποιος υπέρμαχος της ισότητας των δύο φύλων θα αναρωτηθεί γιατί μια γυναίκα που κατέχει-διευθύνει έναν όμιλο επιχειρήσεων με μεγάλο τζίρο, πιθανόν κακή εργοδότης, το ίδιο διαπλεκόμενη, να μην έχει την ίδια τύχη με έναν άντρα όμηρο. Δεν μπορώ να δώσω μια πειστική απάντηση σε αυτό. Είναι πολύ βαθιές, σκοτεινές, δαιδαλώδεις οι διαδρομές αναζήτησης για την εκλογίκευση αυτής της αδυναμίας, που θα αρκεστώ να πω: μόνο και μόνο γιατί τις αγαπάμε. Έτσι τη γλιτώνουν… τουλάχιστον από μένα!

“Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μια ακόμα περιπέτεια!”
Υπόθεση Χαΐτογλου

15 Δεκεμβρίου 1995. Στις 08.15 το πρωί ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης εργοστασίου χαλβαδοποιίας, Αλέξανδρος Χαΐτογλου έφυγε από το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη για το σύντομο δρομολόγιο προς το εργοστάσιό του. Ένα από τα καθημερινά δρομολόγια που έκανε ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου, ήταν από και προς το σχολείο που πήγαιναν τα παιδιά του. Η διαδρομή περιελάμβανε και έναν απομονωμένο χωματόδρομο. Έχοντας αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, έπεσε στην ενέδρα που του έστησαν. Το αυτοκίνητό του εξαναγκάστηκε να βγει εκτός δρόμου και τότε οι αδελφοί Παλαιοκώστα τον έβαλαν μέσα σε ένα τζιπ. Η επικοινωνία για τα λύτρα έγινε με τον αδελφό του Αλέξανδου, Κώστα, τότε πρόεδρου της ΠΑΕ Ηρακλής και υπερτυχερός του ΛΟΤΤΟ με 160 εκατ. δραχμές. Κατά την διάρκεια της απαγωγής, ο Αλέξανδρος παραχώρησε στους αδελφούς Παλαιοκώστα μερικά ταχύρρυθμα σεμινάρια εκμάθησης της οικονομίας της αγοράς. 
“Δάσκαλος και μάστερ ο Αλέκος. Μαθητευόμενοι οι δύο δραπέτες ληστές τραπεζών κι απαγωγείς του. Πιο σουρρεάλ πεθαίνεις.”

Η υπόθεση είχε αίσιο τέλος, με τον επιχειρηματία να γυρίζει σπίτι του, ύστερα από περίπου 80 ώρες.

«Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά…»
Α.Χ.
«Τον συμπαθήσαμε τον Αλέκο, μας φάνηκε καλής πάστας άνθρωπος. (…) Τον λοιδόρησαν όσο δεν πάει. Διέγνωσαν ειδικοί και μη ότι διακατέχεται από το Σύνδρομο της Στοκχόλμης και άλλες τέτοιες παρλαπίπες. Δεν θέλαν με τίποτα να περάσει στην κοινή γνώμη ότι οι απαγωγείς ήταν άνθρωποι και το απέδειξαν. Στόχος τους ήταν και παραμένει να τρομάζουν τον κοσμάκη»
Β.Π.

Από το δάσος του Σέργουντ, στα βουνά των Τρικάλων

Ο Παλαιοκώστας πέρασε περισσότερα από τρία χρόνια διαφεύγοντας της σύλληψης και ζώντας ως φυγάς στα βουνά. Συνέχισε την αλά Ρομπέν των Δασών ρουτίνα του δίνοντας μέρος από τα λύτρα σε άστεγους και αγρότες. «Χάρισε 100.000 δραχμές σε ορφανά κορίτσια που τα χρειάζονταν για το γάμο τους», λέει ο πατέρας του. Συχνά, μεταμφιεσμένος, πήγαινε βόλτες με αυτοκίνητο. Μία τέτοια βόλτα θα προκαλέσει την σύλληψη του. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε το 1999, θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκισης.
“Καλά ρε Βασίλη, σε έψαχνε όλη η αστυνομία της Ελλάδας και σε έπιασαν οι τροχαίοι; Και έπεσες και μέσα στο χαντάκι.”
Τα επόμενα χρόνια βρήκαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα να περιοδεύει στις φυλακές της Ελλάδας. Η “μεσαιωνική” Κέρκυρα, ο “διαπλεκόμενος” Κορυδαλλός, τα “στιγματισμένα” Διαβατά, το εγχώριο Αλκατράζ” Μαλανδρίνο αποτέλεσαν κατά διαστήματα το “σπίτι” του. 

Το σκίτσο, η επιστροφή στον Κορυδαλλό και το προφητικό όνειρο

Το 2003 ο Παλαιοκώστας θα μεταφερθεί από τις φυλακές της Κέρκυρας, ξανά στον Κορυδαλλό. Αφορμή αυτή τη φορά, αποτέλεσε ένα σκίτσο που αποτύπωνε το σχεδιάγραμμα της φυλακής, που βρέθηκε στα προσωπικά του αντικείμενα. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα ο Βασίλης πέρασε την πύλη του Κορυδαλλού. Ένας από τους νέους συγκατοίκους του στο κελί θα δει ένα σημαδιακό όνειρο.
-Βασίλη! Είδα σε όνειρο την απόδραση σου!
-Για πες…
Να! Είδα να φυσάει πολύ δυνατός αέρας και να σπάνει όλες οι πόρτες της φυλακής. Κρατούμενοι και υπάλληλοι τρέξαμε στο εσωτερικό για να σωθούμε. Εσύ κόντρα στον άνεμο, έφυγες έξω και χάθηκες!
-Καλομελέτα κι έρχεται… Άντε κοιμήσου τώρα, εδώ είμαι ακόμα.
Δεν αργούσε η στιγμή που ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα γνωριζόταν με τον Αλκέτ Ριζάϊ και θα έβαζαν μπρος το μεγαλεπήβολο σχέδιο που οργάνωναν μέρα με τη μέρα.

Η πρώτη απόδραση με ελικόπτερο

“Το ελικόπτερο είχε φτάσει, βρισκόταν στα εκατό μέτρα απ’ τον εξωτερικό μαντρότοιχο. Σε δευτερόλεπτα, μπήκε πάνω απ’ το κέντρο του προαυλίου, πήρε θέση προσγείωσης κι άρχισε να κατεβαίνει. Η σκόνη και η άμμος του χαλικόστρωτου σηκώθηκαν στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το προαύλιο φάνταζε χτυπημένο από σφοδρή αμμοθύελλα. Ο εκκωφαντικός, ξερός κρότος από τους έλικες, που τον πολλαπλασίαζε το τσιμεντένιο κτίριο της ακτίνας και του μαντρότοιχου, δονούσε ολόκληρη τη φυλακή, θαρρείς να την γκρεμίσει. Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ. Όλα φαίνονται να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα. Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο. Σε λίγο αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς την γλυκιά ελευθερία.”

Και λίγος Παπάζογλου για την γαρνιτούρα

Λίγη ώρα μετά την κινηματογραφική απόδραση των Βασίλη και Αλκέτ, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Βασίλης επιβιβάστηκε σε ένα όχημα και ξεκίνησε την διαφυγή προς τα ενδότερα της χώρας. Ανοίγοντας το ράδιο, έπεσε πάνω στην έκτακτη είδηση της απόδρασης του. Μετά το δελτίο, οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, αφιέρωσαν το παρακάτω τραγούδι σε όλους τους δραπέτες:
Η φωνή του Παπάζογλου μας έφερε χαμόγελο στα χείλη. Ευθυμήσαμε!
…και του χρόνου οι δραπέτες 
την ψυλλιαστήκανε,
είπανε δεν είναι λάθος τη ζωή να ζεις με πάθος
και γι΄αυτό σωθήκανε…
…πέταξε μας ένα γάντζο 
στη ζωή μας δώσε αβάντζο…
Άααεεντε, ορέ μάγκες…

Υπόθεση Μυλωνά

791 μέρες δραπέτης. Ιούνιος 2008. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας απαγάγει τον βιομήχανο αλουμινίου Γιώργο Μυλωνά. O Γιώργος Μυλωνάς, αφέθηκε ελεύθερος μετά από 13 μέρες ομηρίας, αφού καταβλήθηκαν λύτρα, το ύψος των οποίων ανήλθε σε 10,8 εκατ. ευρώ. Tα περισσότερα χρήματα μέχρι τότε που πάρθηκαν απο απαγωγή στην Ελλάδα. «Τέσσερα άτομα με έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και με πήγαν στο κρησφύγετο στην περιοχή της Θέρμης. Όσο κράτησε η ομηρία μου δεν έβλεπα πρόσωπα, καθώς οι απαγωγείς φορούσαν κουκούλες. Κάθε δύο μέρες ο Παλαιοκώστας ερχόταν σε επαφή μαζί μου. Οι συνεννοήσεις για την παράδοση των χρημάτων γίνονταν με τη σύζυγό μου. Δεν με κακομεταχειρίστηκαν, η κράτηση ήταν καλή και δεν υπήρχε βία», ενώ για τις συνθήκες κράτησης τόνισε: «Μου φέρνανε εφημερίδες, άκουγα ραδιόφωνο κάθε μισή ώρα» κατέθεσε ο Γιώργος Μυλωνάς. 13 ημέρες δικήρκησε η απαγωγή του. 
-Γιατί εμένα, βρε παιδιά, κι όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα

Τα “ευτράπελα”

Μια σειρά από γεγονότα οδήγησαν την αστυνομία στο κατόπι της ομάδας του Βασίλη Παλαιοκώστα. Η απαγωγή είχε έρθει στο τέλος με την μοιρασιά των λίτρων. Ο ένας εκ των συνεργατών του γύρισε στην Κρήτη και αγόρασε μια Μερσεντές τζιπ αξίας 100.000 ευρώ και πλήρωσε σε μετρητά(!). Καθοριστικό ρόλο έπαιξε επίσης ένα κινητό τηλέφωνο, με το το οποίο θα γινόταν οι διαπραγματεύσεις με την σύζυγο του Μυλωνά και ενεργοποιήθηκε καλώντας σε μια πιτσαρία. Με τον ίδιο τρόπο και εντελώς τυχαία, με τηλεφώνημα στην ίδια πιτσαρία, είχε ενεργοποιηθεί ένα άλλο καρτοκινητό που χρησιμοποιήθηκε για την επικοινωνία του Βασίλη Παλαιοκώστα και ενός κρατούμενου. Πραγματοποιήθηκε άρση απορρήτου για την απαγωγή, η αστυνομία διαπίστωσε τη σύνδεση των καρτοκινητών.
«Φάουλ, αλλά κατανοητό, μη προβλέψιμο. Σοβαρή παράλειψη, όταν είχα γίνει ενοχλητικός να τους επισημαίνω, σε κάθε ευκαιρία, προσοχή στα κινητά. Αν δεν γνωρίζεις ότι πάσχεις και από τι, δεν παίρνεις τα ενδεδειγμένα μέτρα να προστατευτείς. Ήταν θέμα χρόνου πότε θα ξεσπούσε το κακό».

Η σύλληψη με συμπρωταγωνιστές τον Αλ Πατσίνο και Ρόμπερτ Ντε Νίρο

Δύο μήνες μετά την απαγωγή του Γιώργου Μυλωνά, η αστυνομία έφτασε στα ίχνη του Βασίλη Παλαιοκώστα και των συνεργατών του. Η προσωρινή τους κατοικία στην Θέρμη της Θεσσαλονίκης, περικυκλώθηκε απο αστυνομικές δυνάμεις το βράδυ της 20ης Αυγούστου. Εκείνη την ώρα ο Βασίλης Παλαιοκώστας με έναν συνεργάτη του, σύμφωνα με δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, φαίνεται να παρακολουθούσαν την ταινία “Heat”. 
“-Π. έξω γέμισε εκαμίτες… Τι κάνουμε;
Παραδινόμαστε, τι άλλο να κάνουμε; είπε και βγήκε να δει και εκείνος τι γίνεται.
Όταν αντίκρισε το μαυρισμένο τοπίο στο φωταγωγημένο προαύλιο του σπιτιού, σήκωσε τα χέρια και κατέβηκε τα σκαλιά λέγοντας:
Εντάξει, ηρεμήστε παραδινόμαστε.”

Η δεύτερη απόδραση με ελικόπτερο

Στα γνώριμα για τον ίδιο κελιά των φυλακών της Κέρκυρας, γύρισε ξανά ο Βασίλης Παλαιοκώστας, στα τέλη του Ιούλη του ’08. Τον Γενάρη θα γίνει μεταγωγή για ακόμη μια φορά στον Κορυδαλλό. Εκεί θα συναντιόταν ξανά με τον Αλκέτ Ριζάϊ. Η ιστορία δεν θα αργούσε να επαναληφθεί… Αυτή τη φορά με οσκαρικό χαρακτήρα.
Η μισή σκάλα (σ.σ. ανεμόσκαλα του ελικοπτέρου) είχε χωθτεί στα ατσάλινα συρματοπλέγματα απ’ το βάρος του Αλκέτ που προηγήθηκε. Πιάστηκα και με απλωτές ανέβαινα μόνο με τα χέρια. Κάπου στη μέση της απόστασης ένιωσα να αρπάζει τον αστράγαλο μου του ποδιού μου ένα χέρι. Κάποιος φρουρός του Άδη έκανε ύστατη προσπάθεια να με καθηλώσει στο βασίλειό του! (…) Το ελικόπτερο ξεκόλλησε από την ταράτσα. Δεν ξέρω εάν ήταν η δική μου ψευδαίσθηση, μα μέσα απ’ τον επιβλητικό του ήχο, άκουγα και ένιωθα το παρατεταμένο χειροκρότηα χιλίων και πλέον κρατουμένων. Σε λίγο, ξεμακραίναμε στον παγωμένο μολυβένιο ορίζοντα. Μια ισχυρή έκρηξη ασυγκράτητων συναισθημάτων φώτισαν σαν πολύχρωμα βεγγαλικά τον μέσα μας, σκοτεινό ως τότε, ουρανό… Σαν το ξεκίνημα μεγάλης γιορτής. Έτσι θα αποχαιρετούσαμε την τσιμεντένια ανθρώπινη ντροπή!
*Και στις δύο αποδράσεις των Βασίλη και Αλκέτ, φέρεται να είχε συμμετοχή -ως ηθικός αυτουργός- και ο Βασίλης Στεφανάκος, σύμφωνα με τα κατηγορητήρια. 

Η απόπειρα δολοφονίας στο Αλεποχώρι

Μετά και την δεύτερη αυτή δραπέτευση, η Αστυνομία, θα ανακαλύψει τους δυο δραπέτες στην περιοχή των Μεγάρων και του Αλεποχωρίου Αττικής, τον Απρίλιο του 2009. Το τζιπ το οποίο οδηγούσε ο Παλαιοκώστας. Έπεσε σε μπλόκο της Αστυνομίας στις 14 Απριλίου, αλλά παρόλο που οι αστυνομικοί πρόλαβαν να πυροβολήσουν και να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο, ο Παλαιοκώστας έφυγε τρέχοντας και χάθηκε μέσα στο δάσος. Λίγες μέρες αργότερο, στον παραλιακό δρόμο του Αλεποχωρίου, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν το κρησφύγετο των δυο δραπετών. Εκεί βρέθηκαν υλικά μεταμφίεσης, περούκες, γυαλιά, 3 πλαστές άδειες οδήγησης, 2 πλαστές πινακίδες κυκλοφορίες και δακτυλικά αποτυπώματα.
Ο Ριζάι συνελήφθη τελικά, σε κατοικία στο Ανω Σούλι Γραμματικού την Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου του 2009.

“Υπήρξα καταζητούμενος πρώτης γραμμής. Ελπίζω να υπάρξει και συνέχεια.”

Έκτοτε οι φορές που ο Βασίλης Παλαιοκώστας εμφανίστηκε, ήταν ελάχιστες. Το 2011 θα είναι η τελευταία επιβεβαιωμένη φορά που όχι μόνο εθεάθη, αλλά προκλήθηκε και καταδίωξη από την αστυνομία στη περιοχή της Αράχωβας. Από τότε ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει ελεύθερος. Είναι από τους πλέον καταζητούμενους εγκληματίες σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σύμφωνα με πληροφορίες έχει υποβληθεί σε επεμβάσεις, στο πρόσωπο και στα μαλλιά, ενώ έχει χάσει αρκετό βάρος.

“Θα μιλήσω για ό,τι με κρατά ζωντανό”

“Ελπίζω και εύχομαι να είμαι ένας από τους καλεσμένους στη μεγάλη γιορτή της γης, όταν κάποτε απαλλαγεί οριστικά από αυτό! Ως τότε, θα παραμείνω με τους ξεχωριστούς, τους άπιαστους. Με εκείνους που επέλεξαν συνειδητά να πορεύονται διάγοντας μια φυσιολογική ζωή αντιδρώντας σε έναν αφύσικο κόσμο…”
Με αυτά τα λόγια κλείνει και το βιβλίο “Μια φυσιολογική ζωή” που έγραψε ο Βασίλης Παλαιοκώστας και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο. Ειδική ομάδα της Αντιτρομοκρατικής επιχείρησε να αναλύσει τις πληροφορίες που δίνει το βιβλίο και επικεντρώνεται σε σημεία κλειδιά, σε μία προσπάθεια να εντοπίσει τον Βασίλη Παλαιοκώστα.

“Να ‘χεις γερά μάτια και υγιές πνεύμα να τα καθοδηγεί. Μην αφήνεις ποτέ ανεκμετάλλευτη την οπτική που κάθε φορά σου προσφέρει απλόχερα το συναρπαστικό χάος που αυθαίρετα ονομάσαμε ζωή.”


Πηγές:
https://www.bbc.co.uk/news/special/2014/newsspec_8700/index.html
https://el.wikipedia.org/wiki/
Μια φυσιολογική ζωή – Βασίλης Παλαιοκώστας (Οι εκδόσεις των συναδέλφων)